-
1 μινυριζω
(только praes., impf. и aor.)1) скулить, ныть(μήτι μοι μινύριζε Hom.)
2) печально напевать, жалобно стонать(μινυρίζοντες μέλη Arph.)
(βοᾶν καὴ μ. Arst.)
1 μινυριζω
(μήτι μοι μινύριζε Hom.)
(μινυρίζοντες μέλη Arph.)
(βοᾶν καὴ μ. Arst.)